ηθικοποιός

ηθικοποιός
(κυρίως για διδασκαλία, σύγγραμμα, νομοθεσία, ενέργεια) αυτός που διαπλάσσει ηθικό χαρακτήρα, που ηθικοποιεί κάποιον, που επιφέρει ηθικοποίηση, εξαγνισμό χαρακτήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικός + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. αγαθο-ποιός, βροχο-ποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού 'Αγγ. Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ηθικοποιώ — έω 1. κάνω κάποιον ηθικό, διαπλάσσω κάποιον σε ηθικό χαρακτήρα 2. αναμορφώνω σύνολα ανθρώπων από ηθική άποψη, εξαγνίζω ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθικοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Θρασύβουλο Ζαΐμη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”